ορθοστάτης

ορθοστάτης
ο (Α ὀρθοστάτης)
κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος
νεοελλ.
(παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης
αρχ.
1. κίονας, στύλος
2. επιτύμβιο μνημείο με κίονες
3. είδος πίτας που προσφερόταν κατά τις θυσίες προς τους νεκρούς
4. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῡ ἄρτου εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -στάτης (< θ. στα- τού ἵστημι), πρβλ. μεσο-στάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀρθοστάτης — upright shaft masc nom sg ὀρθοστατέω stand upright imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστάται — ὀρθοστάτης upright shaft masc nom/voc pl ὀρθοστάτᾱͅ , ὀρθοστάτης upright shaft masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστατῶν — ὀρθοστάτης upright shaft masc gen pl ὀρθοστατέω stand upright pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστάταις — ὀρθοστάτης upright shaft masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστάτῃ — ὀρθοστάτης upright shaft masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθοστάτας — ὀρθοστάτᾱς , ὀρθοστάτης upright shaft masc acc pl ὀρθοστάτᾱς , ὀρθοστάτης upright shaft masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Glossary of architecture — This page is a glossary of architecture. Contents: A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z …   Wikipedia

  • ικριωτήρ — ἰκριωτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ικριώ] 1. ορθοστάτης που υποστηρίζει στοά ή υπερώο 2. στον πληθ. oἱ ἰκριωτῆρες α) το πάτωμα τού καταστρώματος πλοίου β) τα ικριώματα* …   Dictionary of Greek

  • μπαμπάς — (I) ο 1. πατέρας 2. ναυτ. κοινή ονομασία δέστρας τών σχοινιών, ξύλινης ή σιδερένιας, στερεωμένης πάνω στο κατάστρωμα πλοίου, τής οποίας προορισμός είναι η πρόσδεση σχοινιού για τη ρυμούλκηση τού σκάφους 3. αρχιτ. ορθοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική… …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”